skip to main |
skip to sidebar
Όταν οι Ισπανοί αντιλήφθηκαν ότι ανακάλυψαν ένα νέο κόσμο, η πρώτη τους επιθυμία ήταν να καρπωθούν όλο το χρυσάφι που μπορούσαν να βρουν. Ο πραγματικός θησαυρός όμως ήταν παντού γύρω τους. Αντί του πολύτιμου αλλά υλικού μετάλλου, τους προσφέρθηκε η τροφή των θεών (theobroma cacao), αφού έτσι ονόμασε το κακαόδεντρο το 18ο αιώνα ο Σουηδός βοτανολόγος Κάρολος Λινναίος αποτυπώνοντας τη δοξασία των Μάγια ότι το συγκεκριμένο δέντρο ανήκε στους θεούς και οι καρποί του ήταν δώρα προς τους ανθρώπους. Πολύ σύντομα βέβαια αναγνωρίστηκε η σημασία του σπόρου αυτού -πού ήδη στην προκολομβιανή εποχή χρησιμοποιούνταν ως νόμισμα- με την ανάπτυξη φυτειών και την εξαγωγή του προϊόντος, με αποτέλεσμα να αποκομίζονται τεράστια κέρδη, μέχρι του σημείου να παρατηρηθεί και ο λεγόμενος «πυρετός του κακάου» τα πρώτα χρόνια. Στην Ευρώπη, πρώτα στα υψηλά στρώματα και κατόπιν στον υπόλοιπο κόσμο, είχε μεγάλη απήχηση και αγαπήθηκε αμέσως. Αυτή την περίοδο δεν έχουμε στερεή μορφή σοκολάτας, αλλά μιλάμε για το ρόφημα (ή xocolatl όπως το ονόμαζαν οι Αζτέκοι), το οποίο ήταν ιδιαίτερα πλούσιο, αλλά παρουσίαζε το μειονέκτημα μιας δυσάρεστης λιπαρής ουσίας που ανέβαινε στην επιφάνειά του, γνωστής ως βούτυρο κακάο. Αυτό το πρόβλημα το έλυσε ο Ολλανδός χημικός Κόνραντ βαν Χάουτεν, ο οποίος ανακάλυψε το 1828 μια υδραυλική πρέσα που μπορούσε να απομονώσει μεγάλο μέρος του βουτύρου κακάο από την αλεσμένη μάζα των σπόρων. Ο δρόμος για την απόλαυση είχε ανοίξει. Κάποιος είχε την έμπνευση να αναμείξει το μείγμα αλεσμένων σπόρων με ζάχαρη και το βούτυρο του κακάο. Το αποτέλεσμα ήταν μια εύπλαστη βελούδινη ζύμη που μπορούσε κανείς να της δώσει οποιοδήποτε σχήμα. Ο πειρασμός ήταν πλέον ακαταμάχητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου